Κισσίᾳ

Κισσίᾳ
Κισσίᾱͅ , Κίσσιος
of
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Κισσία — Κισσίᾱ , Κίσσιος of fem nom/voc/acc dual Κισσίᾱ , Κίσσιος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσία — Περιοχή της Ασίας, πιθανότατα στην Περσία, κατά την αρχαιότητα. Πήρε την ονομασία της από τη μητέρα του Μέμνονα, Κισσία. Την Κ. αναφέρουν ο Αισχύλος και ο Ηρόδοτος. Ο δεύτερος την ταυτίζει με την Ελυμαΐδα (Ελαμμάτ) των Βαβυλωνίων. Μερικοί θεωρούν …   Dictionary of Greek

  • κισσία — κισσίον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κισσίας — Κισσίᾱς , Κίσσιος of fem acc pl Κισσίᾱς , Κίσσιος of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κισσίαν — Κισσίᾱν , Κίσσιος of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κιττίαν — Κισσίᾱν , Κίσσιος of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίσσιος — κίσσιος, ία, ον (Α) [κισσία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χώρα Κισσία 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Κίσσιοι οι κάτοικοι τής Κισσίας ή οι καταγόμενοι από την Κισσία …   Dictionary of Greek

  • КИССИЯ —    • Cissia,          Κισσία, большая, плодородная страна в Персидском царстве в провинции Сусиане, по обеим сторонам реки Евлайя (н. Керха), населенная храбрыми кассийцами. Hdt. 6, 119. 3, 91 …   Реальный словарь классических древностей

  • κισσός — I Αρχαία πόλη της Χαλκιδικής στην Ανθεμούντα, στους πρόποδες του ομώνυμου βουνού. Κατά την παράδοση, ιδρύθηκε από τον μυθικό βασιλιά της Θράκης Κισσέα, πατέρα της Εκάβης. Καταστράφηκε το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο για να οικιστεί η Θεσσαλονίκη, η …   Dictionary of Greek

  • Κέλωνες — Ονομασία των Ερετριέων αιχμαλώτων, οι οποίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα, κατά την εκστρατεία των Δάτη και Αρταφέρνη (490 π.Χ.). Στη συνέχεια ο Δαρείος τους εγκατέστησε στην Κισσία ή στη Γορδυηνή (Κουρδιστάν), όπως αναφέρεται σε έργο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”